- πολύπος
- ὁ, Αβλ. πολύποδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύπος — masc nom sg πολύπους 1 many footed masc/fem nom/voc sg πολύπους 2 poulp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπου — πολύπος masc gen sg πολύπους 1 many footed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπους — πολύπος masc acc pl πολύπους 1 many footed masc/fem nom/voc sg (attic) πολύπους 2 poulp masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπων — πολύπος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
πολυπικός — ή, όν, ΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολύποδα τών βλεννογόνων 2. φρ. «σπαθίον πολυπικόν» χειρουργικό μαχαίρι για την αφαίρεση πολυπόδων (Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος, ποιητ. τ. τού πολύπους, οδος] … Dictionary of Greek
πολυποξύστης — ο, Α χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση πολύποδα τού βλεννογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδος) + ξύστης (< ξύω), πρβλ. περι ξύστης] … Dictionary of Greek
πολυποτόμος — ον, Α (για χειρουργικό εργαλείο) κατάλληλος για την αφαίρεση πολυπόδων τού βλεννογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδος) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] … Dictionary of Greek
πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… … Dictionary of Greek
ՊՈՂԻՊՈԴ — ( ) NBH 2 0658 Chronological Sequence: Early classical գ. ՊՈՂԻՊՈԴ ՊՈՂԻՊՈԴԷՍ. πολύπος, πόδος polypus. Ազգ կաղամար ձկան՝ թափանցիկ մարմնով ʼի մէջ ջրոյ, վասն որոյ եւ պէսպիսագոյն եաեւեալ. ... *Ոչ պինդ մարմինս ունին, այլ թոյլ, այսինքն պողիպոդք:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)